- μάρσιππον
- μάρσιπποςbagmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόνδυ — κόνδυ, υος, τὸ, πληθ. υα (ΑM) είδος ποτηριού («καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῡν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα τού Ησυχίου κόνδυ ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον αποτελεί ένδειξη για την πιθ. μικρασιατική προέλευση… … Dictionary of Greek